μελανισμός

μελανισμός
ο биол меланизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μελανισμός" в других словарях:

  • μελανισμός — ο βιολ. η δημιουργία και συγκέντρωση μελανίνης σε ορισμένα σημεία τού σώματος ή και σε ολόκληρη την επιδερμίδα (α. «φυσιολογικός μελανισμός» η συγκέντρωση μελανίνης στην επιδερμίδα κατά την έκθεση τού ανθρώπου στο ηλιακό φως, με αποτέλεσμα το… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • νεγρισμός — ο χρωστική ανωμαλία τού δέρματος, κατά την οποία παρουσιάζεται έντονο μαύρο χρώμα στις αρθρώσεις και ιδίως στις δερματικές πτυχώσεις, αλλ. μελανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέγρος + ισμός*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»